- συνηθείας
- συνηθείᾱς , συνήθειαhabitual intercoursefem acc plσυνηθείᾱς , συνήθειαhabitual intercoursefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ЗЕНОДОТ — • Zenodŏtus, Ζηνόδοτος, 1. из Эфеса, ученик Филета, учитель и воспитатель сыновей Птолемея, сына Лага. Птолемей Филадельф, преемник последнего, назначил его старшим библиотекарем большой александрийской библиотеки. Он приобрел… … Реальный словарь классических древностей
наоукъ — НАОУК|Ъ (12), А с. 1.Привычка, навык: ˫Ако аште наѹкъ имѣѥши о грѣсѣхъ. наложи на нь || страхъ б҃жии и мѹкы вѣчьны˫а. и прѣодолѣѥши Изб 1076, 87 об.–88; то же Пр 1383, 80б; ПрЮр XIV, 135в; Ди˫аволъ никогоже не нудить нъ тъкъмо насѣваѥть. а зълъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обычаи — ОБЫЧА|И (501), ˫А с. 1.Привычка, обыкновение: И слышѧштѧ гл҃ы нечисты. и обычѧ˫а пагѹбьны. раждизаюштѧ и распалѧюштѧ и въжизаюштѧ на блѹдъ. Изб 1076, 223; се бо и сиць обычаи имѧше блаженыи. ˫акоже многашьды въ нощи въста˫а. и отаи вьсѣхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρμαξ — ἕρμαξ, ὁ (Α) [έρμα] 1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα τού Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας τής παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες ὕφαλοι… … Dictionary of Greek
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
ασυνήθεια — ἀσυνήθεια, η (Α) έλλειψη συνήθειας, πείρας ή οικειότητας … Dictionary of Greek
βρομούσα — Κοινή ονομασία ορισμένων ειδών ημιπτέρων εντόμων. Το είδος codophila varia είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα και η ονομασία του οφείλεται στην αποκρουστική και επίμονη μυρωδιά του που αποτελεί εξαιρετικά αποτελεσματικό μέτρο προστασίας εναντίον… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek